Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscazzottàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skattsotˈtare] γρονθοκοπώ scazzottàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skattsotˈtarsi] 1 πιάνομαι στα χέρια 2 τσακώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |