Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scélta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃelta]

η εκλογή, το διάλεγμα, η επιλογή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scellino sceltezza  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di prima scelta = πρώτης διαλογής


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scellerataggine (θηλ.ουσ)
scelleratezza (θηλ.ουσ)
scellerato (ουσ αρσ )
scellerato (επίθ.)
scellino (ουσ αρσ )
scelta (θηλ.ουσ)
sceltezza (θηλ.ουσ)
scelto (επίθ.)
scemare (ρ.αμτβ.)
scemare (ρ. μτβ.)
scemenza (θηλ.ουσ)
scemo (ουσ αρσ )
scemo (επίθ.)
scempiaggine (θηλ.ουσ)
scempiare (ρ. μτβ.)
scempio (ουσ αρσ )
scempio (επίθ.)
scena (θηλ.ουσ)
scenario (ουσ αρσ )
scenarista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---