Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scélto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃelto]

1 εκλεκτός
2 κομψός
3 περιούσιος
4 ξεχωριστός
5 επίλεκτος
6 χάσικος
7 εξαιρετικός
8 σπάνιος
9 διακεκριμένος
10 διαλεχτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sceltezza scemare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scellerato (ουσ αρσ )
scellerato (επίθ.)
scellino (ουσ αρσ )
scelta (θηλ.ουσ)
sceltezza (θηλ.ουσ)
scelto (επίθ.)
scemare (ρ.αμτβ.)
scemare (ρ. μτβ.)
scemenza (θηλ.ουσ)
scemo (ουσ αρσ )
scemo (επίθ.)
scempiaggine (θηλ.ουσ)
scempiare (ρ. μτβ.)
scempio (ουσ αρσ )
scempio (επίθ.)
scena (θηλ.ουσ)
scenario (ουσ αρσ )
scenarista (ουσ αρσ και θηλ.)
scenata (θηλ.ουσ)
scendere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---