Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scémpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃempjo]

1 βλάκας
2 βλακόμουτρο
3 βλακέντιος
4 βλίτο
5 κοσμοχαλασιά
6 όλεθρος
7 καταστροφή
8 στόκος
9 ερήμωση
10 αιματοκύλισμα
11 σφαγή
12 ανθρωποσφαγή
13 μακελειό
14 σκοτωμός
15 κουτορνίθι
16 κωθώνι
17 κουτεντές
18 ζουλάπι
19 ζωντόβολο
20 μπούφος
21 ορνιθόμυαλος
22 μπουνταλάς
23 μπουμπουνοκέφαλος
24 μπουμπούνας

scémpio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃempjo]

1 βλάκας
2 απλός
3 μόνος
4 ανόητος
5 ηλίθιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scempiare scena  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scemenza (θηλ.ουσ)
scemo (ουσ αρσ )
scemo (επίθ.)
scempiaggine (θηλ.ουσ)
scempiare (ρ. μτβ.)
scempio (ουσ αρσ )
scempio (επίθ.)
scena (θηλ.ουσ)
scenario (ουσ αρσ )
scenarista (ουσ αρσ και θηλ.)
scenata (θηλ.ουσ)
scendere (ρ.αμτβ.)
scendere (ρ. μτβ.)
scendibagno (ουσ αρσ )
scendiletto (ουσ αρσ )
sceneggiare (ρ. μτβ.)
sceneggiato (ουσ αρσ )
sceneggiato (επίθ.)
sceneggiatore (ουσ αρσ )
sceneggiatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---