Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scendilètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,ʃendiˈlɛtto]

1 ρόμπα του σπιτιού
2 χαλάκι μπροστά στο κρεβάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scendibagno sceneggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scenarista (ουσ αρσ και θηλ.)
scenata (θηλ.ουσ)
scendere (ρ.αμτβ.)
scendere (ρ. μτβ.)
scendibagno (ουσ αρσ )
scendiletto (ουσ αρσ )
sceneggiare (ρ. μτβ.)
sceneggiato (ουσ αρσ )
sceneggiato (επίθ.)
sceneggiatore (ουσ αρσ )
sceneggiatura (θηλ.ουσ)
scenetta (θηλ.ουσ)
scenicamente (επίρ.)
scenico (αρσ. επίθ και ουσ)
scenografia (θηλ.ουσ)
scenografico (επίθ.)
scenografo (ουσ αρσ )
scenotecnica (θηλ.ουσ)
scenotecnico (αρσ. επίθ και ουσ)
scepsi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---