Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scenotècnico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,ʃenoˈtɛkniko]

σκηνοθέτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scenotecnica scepsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scenico (αρσ. επίθ και ουσ)
scenografia (θηλ.ουσ)
scenografico (επίθ.)
scenografo (ουσ αρσ )
scenotecnica (θηλ.ουσ)
scenotecnico (αρσ. επίθ και ουσ)
scepsi (θηλ.ουσ)
sceratrice (θηλ.ουσ)
sceriffo (ουσ αρσ )
scervellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scervellato (ουσ αρσ )
scervellato (επίθ.)
scesa (θηλ.ουσ)
scespiriano (επίθ.)
scetticamente (επίρ.)
scetticismo (ουσ αρσ )
scettico (επίθ.)
scettrato (επίθ.)
scettro (ουσ αρσ )
sceverare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---