Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscetticìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʃettiˈʧizmo] 1 δυσπιστία 2 αμφιβολία 3 απαισιοδοξία 4 σκεπτικισμός 5 φιλυποψία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |