Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scetticìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃettiˈʧizmo]

1 δυσπιστία
2 αμφιβολία
3 απαισιοδοξία
4 σκεπτικισμός
5 φιλυποψία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scetticamente scettico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scervellato (ουσ αρσ )
scervellato (επίθ.)
scesa (θηλ.ουσ)
scespiriano (επίθ.)
scetticamente (επίρ.)
scetticismo (ουσ αρσ )
scettico (επίθ.)
scettrato (επίθ.)
scettro (ουσ αρσ )
sceverare (ρ. μτβ.)
scevro (επίθ.)
scheda (θηλ.ουσ)
schedare (ρ. μτβ.)
schedario (ουσ αρσ )
schedarista (ουσ αρσ και θηλ.)
schedato (ουσ αρσ )
schedato (επίθ.)
schedatore (ουσ αρσ )
schedatura (θηλ.ουσ)
schedina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---