Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscèvro
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈʃɛvro] 1 απηλλαγμένος 2 μη περιλαμβανόμενος 3 ο χωρίς 4 ελεύθερος 5 αποστερημένος 6 στερημένος 7 εξαιρούμενος 8 στερούμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |