Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scheggiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skedˈʤato]

1 με σκλήθρες
2 οδοντωτός
3 πριονωτός
4 τραχύς
5 ακανόνιστος (σε επιφάνεια)
6 με ανώμαλες επιφάνειες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scheggiarsi scheggiatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schedatura (θηλ.ουσ)
schedina (θηλ.ουσ)
scheggia (θηλ.ουσ)
scheggiare (ρ. μτβ.)
scheggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
scheggiato (επίθ.)
scheggiatura (θηλ.ουσ)
scheggioso (επίθ.)
scheletrico (επίθ.)
scheletrire (ρ. μτβ.)
scheletrirsi (ρ.μ. (αντων.))
scheletrito (επίθ.)
scheletro (ουσ αρσ )
schelmo (ουσ αρσ )
schema (ουσ αρσ )
schematicamente (επίρ.)
schematicità (θηλ.ουσ)
schematico (επίθ.)
schematismo (ουσ αρσ )
schematizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---