Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scheletrìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skeleˈtrire]

1 μειώνω σε σκελετό
2 σκελετοποιώ

scheletrirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skeleˈtrirsi]

γίνομαι σκελετός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scheletrico scheletrito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scheggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
scheggiato (επίθ.)
scheggiatura (θηλ.ουσ)
scheggioso (επίθ.)
scheletrico (επίθ.)
scheletrire (ρ. μτβ.)
scheletrirsi (ρ.μ. (αντων.))
scheletrito (επίθ.)
scheletro (ουσ αρσ )
schelmo (ουσ αρσ )
schema (ουσ αρσ )
schematicamente (επίρ.)
schematicità (θηλ.ουσ)
schematico (επίθ.)
schematismo (ουσ αρσ )
schematizzare (ρ. μτβ.)
schematizzazione (θηλ.ουσ)
scherano (αρσ. επίθ και ουσ)
scherma (θηλ.ουσ)
schermaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---