Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scheggiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skedʤaˈtura]

1 πελεκούδια
2 θραύση
3 τσάκισμα
4 διάσπαση
5 σκλήθρες
6 θραύσματα
7 θρυψάλιασμα
8 κατακερματισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scheggiato scheggioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schedina (θηλ.ουσ)
scheggia (θηλ.ουσ)
scheggiare (ρ. μτβ.)
scheggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
scheggiato (επίθ.)
scheggiatura (θηλ.ουσ)
scheggioso (επίθ.)
scheletrico (επίθ.)
scheletrire (ρ. μτβ.)
scheletrirsi (ρ.μ. (αντων.))
scheletrito (επίθ.)
scheletro (ουσ αρσ )
schelmo (ουσ αρσ )
schema (ουσ αρσ )
schematicamente (επίρ.)
schematicità (θηλ.ουσ)
schematico (επίθ.)
schematismo (ουσ αρσ )
schematizzare (ρ. μτβ.)
schematizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---