Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscheletrìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skeleˈtrito] 1 σκελετώδης 2 απογυμνωμένος 3 γυμνός 4 κάτισχνος 5 σκελετωμένος 6 σκελεθρωμένος 7 πολύ αδύνατος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |