Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scheletrìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skeleˈtrito]

1 σκελετώδης
2 απογυμνωμένος
3 γυμνός
4 κάτισχνος
5 σκελετωμένος
6 σκελεθρωμένος
7 πολύ αδύνατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scheletrirsi scheletro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scheggiatura (θηλ.ουσ)
scheggioso (επίθ.)
scheletrico (επίθ.)
scheletrire (ρ. μτβ.)
scheletrirsi (ρ.μ. (αντων.))
scheletrito (επίθ.)
scheletro (ουσ αρσ )
schelmo (ουσ αρσ )
schema (ουσ αρσ )
schematicamente (επίρ.)
schematicità (θηλ.ουσ)
schematico (επίθ.)
schematismo (ουσ αρσ )
schematizzare (ρ. μτβ.)
schematizzazione (θηλ.ουσ)
scherano (αρσ. επίθ και ουσ)
scherma (θηλ.ουσ)
schermaggio (ουσ αρσ )
schermaglia (θηλ.ουσ)
schermare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---