Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schèletro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɛletro]

ο σκελετός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scheletrito schelmo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scheggioso (επίθ.)
scheletrico (επίθ.)
scheletrire (ρ. μτβ.)
scheletrirsi (ρ.μ. (αντων.))
scheletrito (επίθ.)
scheletro (ουσ αρσ )
schelmo (ουσ αρσ )
schema (ουσ αρσ )
schematicamente (επίρ.)
schematicità (θηλ.ουσ)
schematico (επίθ.)
schematismo (ουσ αρσ )
schematizzare (ρ. μτβ.)
schematizzazione (θηλ.ουσ)
scherano (αρσ. επίθ και ουσ)
scherma (θηλ.ουσ)
schermaggio (ουσ αρσ )
schermaglia (θηλ.ουσ)
schermare (ρ. μτβ.)
schermatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---