Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scheggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skedˈʤare]

1 σπάζω
2 συντρίβω
3 σμπαραλιάζω
4 κομματιάζω
5 θρυμματίζω

scheggiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skedˈʤarsi]

1 κομματιάζω
2 σπάζω
3 συντρίβω
4 θρυμματίζω
5 σμπαραλιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scheggia scheggiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schedato (επίθ.)
schedatore (ουσ αρσ )
schedatura (θηλ.ουσ)
schedina (θηλ.ουσ)
scheggia (θηλ.ουσ)
scheggiare (ρ. μτβ.)
scheggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
scheggiato (επίθ.)
scheggiatura (θηλ.ουσ)
scheggioso (επίθ.)
scheletrico (επίθ.)
scheletrire (ρ. μτβ.)
scheletrirsi (ρ.μ. (αντων.))
scheletrito (επίθ.)
scheletro (ουσ αρσ )
schelmo (ουσ αρσ )
schema (ουσ αρσ )
schematicamente (επίρ.)
schematicità (θηλ.ουσ)
schematico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---