Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschedàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skeˈdato] πρόσωπο με ποινικό μητρώο schedàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skeˈdato] 1 που έχει ποινικό μητρώο 2 αρχειοθετημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |