Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schedàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skeˈdato]

πρόσωπο με ποινικό μητρώο

schedàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skeˈdato]

1 που έχει ποινικό μητρώο
2 αρχειοθετημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schedarista schedatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scevro (επίθ.)
scheda (θηλ.ουσ)
schedare (ρ. μτβ.)
schedario (ουσ αρσ )
schedarista (ουσ αρσ και θηλ.)
schedato (ουσ αρσ )
schedato (επίθ.)
schedatore (ουσ αρσ )
schedatura (θηλ.ουσ)
schedina (θηλ.ουσ)
scheggia (θηλ.ουσ)
scheggiare (ρ. μτβ.)
scheggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
scheggiato (επίθ.)
scheggiatura (θηλ.ουσ)
scheggioso (επίθ.)
scheletrico (επίθ.)
scheletrire (ρ. μτβ.)
scheletrirsi (ρ.μ. (αντων.))
scheletrito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---