Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schèda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɛda]

το δελτίο, η καρτέλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scevro schedare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


scheda [θηλ.] telefonica = η τηλεκάρτα || telefono [αρσ.] a schede = το καρτοτηλέφωνο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scettico (επίθ.)
scettrato (επίθ.)
scettro (ουσ αρσ )
sceverare (ρ. μτβ.)
scevro (επίθ.)
scheda (θηλ.ουσ)
schedare (ρ. μτβ.)
schedario (ουσ αρσ )
schedarista (ουσ αρσ και θηλ.)
schedato (ουσ αρσ )
schedato (επίθ.)
schedatore (ουσ αρσ )
schedatura (θηλ.ουσ)
schedina (θηλ.ουσ)
scheggia (θηλ.ουσ)
scheggiare (ρ. μτβ.)
scheggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
scheggiato (επίθ.)
scheggiatura (θηλ.ουσ)
scheggioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---