Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scervellàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃervelˈlato], [sʧervelˈlato]

1 αλαφρόγνωμος
2 αλαφρόμυαλος
3 άμυαλος άνθρωπος
4 κουφόμυαλος
5 κουφιοκεφαλάκης
6 κουφιοκέφαλος
7 ελαφρόμυαλος

scervellàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʃervelˈlato], [sʧervelˈlato]

ανεγκέφαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scervellarsi scesa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scenotecnico (αρσ. επίθ και ουσ)
scepsi (θηλ.ουσ)
sceratrice (θηλ.ουσ)
sceriffo (ουσ αρσ )
scervellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scervellato (ουσ αρσ )
scervellato (επίθ.)
scesa (θηλ.ουσ)
scespiriano (επίθ.)
scetticamente (επίρ.)
scetticismo (ουσ αρσ )
scettico (επίθ.)
scettrato (επίθ.)
scettro (ουσ αρσ )
sceverare (ρ. μτβ.)
scevro (επίθ.)
scheda (θηλ.ουσ)
schedare (ρ. μτβ.)
schedario (ουσ αρσ )
schedarista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---