Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscerìffo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʃeˈriffo] 1 απόγονος του Μωάμεθ 2 σερίφης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |