Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scènico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃɛniko]

1 θεατρικός
2 σκηνικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scenicamente scenografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sceneggiato (επίθ.)
sceneggiatore (ουσ αρσ )
sceneggiatura (θηλ.ουσ)
scenetta (θηλ.ουσ)
scenicamente (επίρ.)
scenico (αρσ. επίθ και ουσ)
scenografia (θηλ.ουσ)
scenografico (επίθ.)
scenografo (ουσ αρσ )
scenotecnica (θηλ.ουσ)
scenotecnico (αρσ. επίθ και ουσ)
scepsi (θηλ.ουσ)
sceratrice (θηλ.ουσ)
sceriffo (ουσ αρσ )
scervellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scervellato (ουσ αρσ )
scervellato (επίθ.)
scesa (θηλ.ουσ)
scespiriano (επίθ.)
scetticamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---