Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sceneggiàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃenedˈʤato]

η τηλεοπτική σειρά

sceneggiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʃenedˈʤato]

διασκευασμένος για σκηνική δράση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sceneggiare sceneggiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scendere (ρ.αμτβ.)
scendere (ρ. μτβ.)
scendibagno (ουσ αρσ )
scendiletto (ουσ αρσ )
sceneggiare (ρ. μτβ.)
sceneggiato (ουσ αρσ )
sceneggiato (επίθ.)
sceneggiatore (ουσ αρσ )
sceneggiatura (θηλ.ουσ)
scenetta (θηλ.ουσ)
scenicamente (επίρ.)
scenico (αρσ. επίθ και ουσ)
scenografia (θηλ.ουσ)
scenografico (επίθ.)
scenografo (ουσ αρσ )
scenotecnica (θηλ.ουσ)
scenotecnico (αρσ. επίθ και ουσ)
scepsi (θηλ.ουσ)
sceratrice (θηλ.ουσ)
sceriffo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---