Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscéndere, scèndere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ˈʃendere], [ˈʃɛndere] 1 κατεβαίνω 2 (diminuire) πεφτώ scéndere, scèndere ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʃendere], [ˈʃɛndere] 1 κατηφορίζω 2 προέρχομαι 3 καταλύω 4 κατεβαίνω 5 κατέρχομαι 6 κινούμαι προς νότο 7 κλίνω προς τα κάτω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαscendere in picchiata = βουτώ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |