Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scéndere, scèndere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃendere], [ˈʃɛndere]

1 κατεβαίνω
2 (diminuire) πεφτώ

scéndere, scèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃendere], [ˈʃɛndere]

1 κατηφορίζω
2 προέρχομαι
3 καταλύω
4 κατεβαίνω
5 κατέρχομαι
6 κινούμαι προς νότο
7 κλίνω προς τα κάτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scenata scendibagno  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


scendere in picchiata = βουτώ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scempio (επίθ.)
scena (θηλ.ουσ)
scenario (ουσ αρσ )
scenarista (ουσ αρσ και θηλ.)
scenata (θηλ.ουσ)
scendere (ρ.αμτβ.)
scendere (ρ. μτβ.)
scendibagno (ουσ αρσ )
scendiletto (ουσ αρσ )
sceneggiare (ρ. μτβ.)
sceneggiato (ουσ αρσ )
sceneggiato (επίθ.)
sceneggiatore (ουσ αρσ )
sceneggiatura (θηλ.ουσ)
scenetta (θηλ.ουσ)
scenicamente (επίρ.)
scenico (αρσ. επίθ και ουσ)
scenografia (θηλ.ουσ)
scenografico (επίθ.)
scenografo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---