Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scémo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃemo]

ο ηλίθιος (-α)

scémo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃemo]

χαζός (-ή, -ό), ηλίθιος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scemenza scempiaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sceltezza (θηλ.ουσ)
scelto (επίθ.)
scemare (ρ.αμτβ.)
scemare (ρ. μτβ.)
scemenza (θηλ.ουσ)
scemo (ουσ αρσ )
scemo (επίθ.)
scempiaggine (θηλ.ουσ)
scempiare (ρ. μτβ.)
scempio (ουσ αρσ )
scempio (επίθ.)
scena (θηλ.ουσ)
scenario (ουσ αρσ )
scenarista (ουσ αρσ και θηλ.)
scenata (θηλ.ουσ)
scendere (ρ.αμτβ.)
scendere (ρ. μτβ.)
scendibagno (ουσ αρσ )
scendiletto (ουσ αρσ )
sceneggiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---