Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scelleratàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃelleraˈtadʤine]

1 παλιανθρωπιά
2 κακοήθεια
3 ανηθικότητα
4 φαυλότητα
5 ατιμία
6 αισχρότητα
7 άτιμη πράξη
8 αχρειότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scekerare scelleratezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scazzottatura (θηλ.ουσ)
scegliere (ρ. μτβ.)
sceglitore (ουσ αρσ )
sceicco (ουσ αρσ )
scekerare (ρ. μτβ.)
scellerataggine (θηλ.ουσ)
scelleratezza (θηλ.ουσ)
scellerato (ουσ αρσ )
scellerato (επίθ.)
scellino (ουσ αρσ )
scelta (θηλ.ουσ)
sceltezza (θηλ.ουσ)
scelto (επίθ.)
scemare (ρ.αμτβ.)
scemare (ρ. μτβ.)
scemenza (θηλ.ουσ)
scemo (ουσ αρσ )
scemo (επίθ.)
scempiaggine (θηλ.ουσ)
scempiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---