Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scazzottàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skattsotˈtata]

γρονθοκόπημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scazzottarsi scazzottatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scavezzatura (θηλ.ουσ)
scavino (ουσ αρσ )
scavo (ουσ αρσ )
scazzottare (ρ. μτβ.)
scazzottarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scazzottata (θηλ.ουσ)
scazzottatura (θηλ.ουσ)
scegliere (ρ. μτβ.)
sceglitore (ουσ αρσ )
sceicco (ουσ αρσ )
scekerare (ρ. μτβ.)
scellerataggine (θηλ.ουσ)
scelleratezza (θηλ.ουσ)
scellerato (ουσ αρσ )
scellerato (επίθ.)
scellino (ουσ αρσ )
scelta (θηλ.ουσ)
sceltezza (θηλ.ουσ)
scelto (επίθ.)
scemare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---