Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scavezzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skavetˈtsare]

1 ξεκαπιστρώνω
2 σπάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scavezzacollo scavezzatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scavato (επίθ.)
scavatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scavatrice (θηλ.ουσ)
scavatura (θηλ.ουσ)
scavezzacollo (ουσ αρσ και θηλ.)
scavezzare (ρ. μτβ.)
scavezzatrice (θηλ.ουσ)
scavezzatura (θηλ.ουσ)
scavino (ουσ αρσ )
scavo (ουσ αρσ )
scazzottare (ρ. μτβ.)
scazzottarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scazzottata (θηλ.ουσ)
scazzottatura (θηλ.ουσ)
scegliere (ρ. μτβ.)
sceglitore (ουσ αρσ )
sceicco (ουσ αρσ )
scekerare (ρ. μτβ.)
scellerataggine (θηλ.ουσ)
scelleratezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---