ItalianoGreco


scavatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skavaˈtura]

1 εξόρυξη
2 εκχωμάτωση
3 χώματα εκσκαφής
4 άνοιγμα εκσκαφής
5 μπάζα
6 ξέσκαμμα
7 εκσκαφή
8 σκάψιμο
9 ανασκαφή
10 διόρυξη
11 ανόρυξη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---