Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scavàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skaˈvato]

1 βαθουλωμένος
2 βαθουλωτός
3 κοίλος
4 κούφιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scavare scavatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scavafossi (ουσ αρσ )
scavalcamento (ουσ αρσ )
scavalcare (ρ. μτβ.)
scavallare (ρ.αμτβ.)
scavare (ρ. μτβ.)
scavato (επίθ.)
scavatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scavatrice (θηλ.ουσ)
scavatura (θηλ.ουσ)
scavezzacollo (ουσ αρσ και θηλ.)
scavezzare (ρ. μτβ.)
scavezzatrice (θηλ.ουσ)
scavezzatura (θηλ.ουσ)
scavino (ουσ αρσ )
scavo (ουσ αρσ )
scazzottare (ρ. μτβ.)
scazzottarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scazzottata (θηλ.ουσ)
scazzottatura (θηλ.ουσ)
scegliere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---