ItalianoGreco


scavalcaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skavalkaˈmento]

1 επικάλυψη
2 εκτόπιση
3 προσπέρασμα
4 υπέρθεση
5 αντικατάσταση
6 παραμερισμός
7 παραγκωνισμός
8 υποσκέλιση
9 περιθωριοποίηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---