Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scaturìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skatuˈrire]

1 εκχύνομαι
2 εκτινάσσομαι
3 ρέω
4 πηγάζω
5 αναβρύζω
6 αναβλύζω
7 ανασκιρτώ
8 αναβρυώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaturigine scavafossi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scattare (ρ.αμτβ.)
scattare (ρ. μτβ.)
scattista (ουσ αρσ και θηλ.)
scatto (ουσ αρσ )
scaturigine (θηλ.ουσ)
scaturire (ρ.αμτβ.)
scavafossi (ουσ αρσ )
scavalcamento (ουσ αρσ )
scavalcare (ρ. μτβ.)
scavallare (ρ.αμτβ.)
scavare (ρ. μτβ.)
scavato (επίθ.)
scavatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scavatrice (θηλ.ουσ)
scavatura (θηλ.ουσ)
scavezzacollo (ουσ αρσ και θηλ.)
scavezzare (ρ. μτβ.)
scavezzatrice (θηλ.ουσ)
scavezzatura (θηλ.ουσ)
scavino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---