Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scassàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skasˈsato]

1 συντριμμένος
2 οργωμένος
3 τσακισμένος
4 αφανισμένος
5 σπασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scassare scassinamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scartocciatura (θηλ.ουσ)
scartoccio (ουσ αρσ )
scartoffia (θηλ.ουσ)
scassa (θηλ.ουσ)
scassare (ρ. μτβ.)
scassato (επίθ.)
scassinamento (ουσ αρσ )
scassinare (ρ. μτβ.)
scassinatore (ουσ αρσ )
scasso (ουσ αρσ )
scatenamento (ουσ αρσ )
scatenare (ρ. μτβ.)
scatenarsi (ρ.μ. (αντων.))
scatenato (επίθ.)
scatola (θηλ.ουσ)
scatolaio (ουσ αρσ )
scatolame (ουσ αρσ )
scatolare (επίθ.)
scatolata (θηλ.ουσ)
scatolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---