Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scartìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skarˈtino]

1 χαρτί λιανό για ξεσκαρτάρισμα
2 σελίδα ανάμεσα σε φρεσκοτυπωμένες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scartinare scarto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scartavetrare (ρ. μτβ.)
scartellamento (ουσ αρσ )
scartellare (ρ.αμτβ.)
scartina (θηλ.ουσ)
scartinare (ρ. μτβ.)
scartino (ουσ αρσ )
scarto (ουσ αρσ )
scartocciare (ρ. μτβ.)
scartocciatura (θηλ.ουσ)
scartoccio (ουσ αρσ )
scartoffia (θηλ.ουσ)
scassa (θηλ.ουσ)
scassare (ρ. μτβ.)
scassato (επίθ.)
scassinamento (ουσ αρσ )
scassinare (ρ. μτβ.)
scassinatore (ουσ αρσ )
scasso (ουσ αρσ )
scatenamento (ουσ αρσ )
scatenare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---