Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scartàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skarˈtare]

1 πέφτω απότομα ή διάπλατα
2 μουλαρώνω (για ζώα)
3 κάνω πλάγιο βήμα (για ζώο)
4 δειλιάζω (για ζώο)
5 γλιστρώ πλευρικά στην άσφαλτο
6 πλαγιολισθαίνω
7 αποκλίνω
8 γλιστρώ
9 ντελαπάρω

scartàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skarˈtare]

1 (spacchettare) ξετυλίγω
2 (eliminare) απορρίπτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scartamento scartata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scarsità (θηλ.ουσ)
scarso (επίθ.)
scartabellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scartafaccio (ουσ αρσ )
scartamento (ουσ αρσ )
scartare (ρ.αμτβ.)
scartare (ρ. μτβ.)
scartata (θηλ.ουσ)
scartavetrare (ρ. μτβ.)
scartellamento (ουσ αρσ )
scartellare (ρ.αμτβ.)
scartina (θηλ.ουσ)
scartinare (ρ. μτβ.)
scartino (ουσ αρσ )
scarto (ουσ αρσ )
scartocciare (ρ. μτβ.)
scartocciatura (θηλ.ουσ)
scartoccio (ουσ αρσ )
scartoffia (θηλ.ουσ)
scassa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---