Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scartabellàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skartabelˈlare]

1 ξεφυλλίζω έντυπο
2 μελετώ επιπόλαια
3 γυρίζω τις σελίδες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scarso scartafaccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scarseggiare (ρ.αμτβ.)
scarsella (θηλ.ουσ)
scarsezza (θηλ.ουσ)
scarsità (θηλ.ουσ)
scarso (επίθ.)
scartabellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scartafaccio (ουσ αρσ )
scartamento (ουσ αρσ )
scartare (ρ.αμτβ.)
scartare (ρ. μτβ.)
scartata (θηλ.ουσ)
scartavetrare (ρ. μτβ.)
scartellamento (ουσ αρσ )
scartellare (ρ.αμτβ.)
scartina (θηλ.ουσ)
scartinare (ρ. μτβ.)
scartino (ουσ αρσ )
scarto (ουσ αρσ )
scartocciare (ρ. μτβ.)
scartocciatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---