ItalianoGreco


scarruffàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skarrufˈfare]

1 ανακατεύω τα μαλλιά σε κάποιον
2 αναμαλλιάζω

scarruffarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skarrufˈfarsi]

1 έχω τα μαλλιά ανακατεμένα
2 αναμαλλιάζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---