Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscarròccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skarˈrɔtʧo] 1 παρέκκλιση πορείας 2 έκπτωση πορείας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |