Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscarpinàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skarpiˈnata] 1 πεζοπορία 2 οδοιπορία 3 μεγάλος περίπατος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |