Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscarnàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skarˈnare] 1 αφαιρώ τη σάρκα (στη βυρσοδεψία) 2 γδέρνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |