Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscarlattinóso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skarlattiˈnoso], [skarlattiˈnozo] άρρωστος με οστρακιά scarlattinóso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skarlattiˈnoso], [skarlattiˈnozo] ο της οστρακιάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |