Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscarlàtto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [skarˈlatto] 1 καταπόρφυρος 2 ολοκόκκινος 3 βαθυκόκκινος 4 σκαρλάτος 5 πορφυρός 6 άλικος 7 κατακόκκινος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |