Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscarificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skarifiˈkare] 1 σκίζω τοίχωμα σκληρού σπόρου 2 σκαριφίζω 3 κάνω τομή (πχ για εμβολιασμό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |