Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscaricàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skariˈkare] ξεφορτώνω scaricàrsi ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skariˈkarsi] 1 (orologio) ξεκουρδίζομαι 2 (batteria) αδειάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |