Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scaricaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skarikaˈmento]

1 εκκένωση
2 άδειασμα
3 ξεφόρτωμα
4 εκφόρτωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaricalasino scaricare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scardassatura (θηλ.ουσ)
scardasso (ουσ αρσ )
scardinare (ρ. μτβ.)
scarica (θηλ.ουσ)
scaricalasino (ουσ αρσ )
scaricamento (ουσ αρσ )
scaricare (ρ. μτβ.)
scaricarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
scaricatoio (ουσ αρσ )
scaricatore (ουσ αρσ )
scarico (ουσ αρσ )
scarico (επίθ.)
scarificare (ρ. μτβ.)
scarificatore (ουσ αρσ )
scarificazione (θηλ.ουσ)
scarlattina (θηλ.ουσ)
scarlattinoso (ουσ αρσ )
scarlattinoso (επίθ.)
scarlatto (αρσ. επίθ και ουσ)
scarmigliare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---