Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scarafàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skaraˈfadʤo]

η κατσαρίδα, το σκαθάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaracchio scaramanzia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scarabeo (ουσ αρσ )
scarabocchiare (ρ. μτβ.)
scarabocchio (ουσ αρσ )
scaracchiare (ρ.αμτβ.)
scaracchio (ουσ αρσ )
scarafaggio (ουσ αρσ )
scaramanzia (θηλ.ουσ)
scaramazza (θηλ.ουσ)
scaramuccia (θηλ.ουσ)
scaramucciare (ρ.αμτβ.)
scaraventare (ρ. μτβ.)
scaraventarsi (ρ.μ. (αντων.))
scarcerare (ρ. μτβ.)
scarcerazione (θηλ.ουσ)
scardare (ρ. μτβ.)
scardassare (ρ. μτβ.)
scardassatore (ουσ αρσ )
scardassatura (θηλ.ουσ)
scardasso (ουσ αρσ )
scardinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---