Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scaraventàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skaravenˈtare]

1 εκτοξεύω
2 εξακοντίζω
3 εκσφενδονίζω
4 εξαπολύω
5 ακοντίζω

scaraventarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skaravenˈtarsi]

1 χύνομαι
2 ρίχνομαι
3 χιμώ
4 ορμώ
5 μουντάρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaramucciare scarcerare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scarafaggio (ουσ αρσ )
scaramanzia (θηλ.ουσ)
scaramazza (θηλ.ουσ)
scaramuccia (θηλ.ουσ)
scaramucciare (ρ.αμτβ.)
scaraventare (ρ. μτβ.)
scaraventarsi (ρ.μ. (αντων.))
scarcerare (ρ. μτβ.)
scarcerazione (θηλ.ουσ)
scardare (ρ. μτβ.)
scardassare (ρ. μτβ.)
scardassatore (ουσ αρσ )
scardassatura (θηλ.ουσ)
scardasso (ουσ αρσ )
scardinare (ρ. μτβ.)
scarica (θηλ.ουσ)
scaricalasino (ουσ αρσ )
scaricamento (ουσ αρσ )
scaricare (ρ. μτβ.)
scaricarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---