Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scàpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskapo]

1 άξονας κολόνας
2 κοτσάνι λουλουδιού
3 καμπύλη κολόνας σε κορυφή
4 καμπύλη κολόνας σε βάση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scapitozzare scapocchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scapigliato (αρσ. επίθ και ουσ)
scapigliatura (θηλ.ουσ)
scapitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scapito (ουσ αρσ )
scapitozzare (ρ. μτβ.)
scapo (ουσ αρσ )
scapocchiare (ρ. μτβ.)
scapola (θηλ.ουσ)
scapolare (ουσ αρσ )
scapolare (επίθ.)
scapolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scapolo (ουσ αρσ )
scapolone (ουσ αρσ )
scapoloomerale (επίθ.)
scappamento (ουσ αρσ )
scappare (ρ.αμτβ.)
scappata (θηλ.ουσ)
scappatella (θηλ.ουσ)
scappatoia (θηλ.ουσ)
scappellarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---