ItalianoGreco


scapigliàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [skapiʎˈʎato]

1 με αναστατωμένα τα μαλλιά
2 έκδοτος
3 έκλυτος
4 ακόλαστος
5 ξεμαλλιασμένος
6 ξεμαλλιάρης
7 αναμαλλιασμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---