Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scapigliàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [skapiʎˈʎato]

1 με αναστατωμένα τα μαλλιά
2 έκδοτος
3 έκλυτος
4 ακόλαστος
5 ξεμαλλιασμένος
6 ξεμαλλιάρης
7 αναμαλλιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scapigliare scapigliatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scapestrataggine (θηλ.ουσ)
scapestrato (ουσ αρσ )
scapestrato (επίθ.)
scapicollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scapigliare (ρ. μτβ.)
scapigliato (αρσ. επίθ και ουσ)
scapigliatura (θηλ.ουσ)
scapitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scapito (ουσ αρσ )
scapitozzare (ρ. μτβ.)
scapo (ουσ αρσ )
scapocchiare (ρ. μτβ.)
scapola (θηλ.ουσ)
scapolare (ουσ αρσ )
scapolare (επίθ.)
scapolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scapolo (ουσ αρσ )
scapolone (ουσ αρσ )
scapoloomerale (επίθ.)
scappamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---