Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scapestratàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skapestraˈtadʤine]

1 απροσεξία
2 ασέλγεια
3 παραλυσία
4 ακολασία
5 βακχεία
6 έκφυλη πράξη
7 φιληδονία
8 λαγνεία
9 εξαλλοσύνη
10 ελευθεριότητα
11 ασωτία
12 αποκοτιά
13 αψηφισιά
14 αγριότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scapecchiatoio scapestrato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scapaccionare (ρ. μτβ.)
scapataggine (θηλ.ουσ)
scapato (επίθ.)
scapecchiare (ρ. μτβ.)
scapecchiatoio (ουσ αρσ )
scapestrataggine (θηλ.ουσ)
scapestrato (ουσ αρσ )
scapestrato (επίθ.)
scapicollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scapigliare (ρ. μτβ.)
scapigliato (αρσ. επίθ και ουσ)
scapigliatura (θηλ.ουσ)
scapitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scapito (ουσ αρσ )
scapitozzare (ρ. μτβ.)
scapo (ουσ αρσ )
scapocchiare (ρ. μτβ.)
scapola (θηλ.ουσ)
scapolare (ουσ αρσ )
scapolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---