Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scantonàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skantoˈnare]

1 μπαινοβγαίνω στη ζούλα
2 κρύβομαι
3 κινούμαι απαρατήρητος
4 στρίβω στη γωνία
5 παραφυλάω
6 φεύγω απαρατήρητος
7 κινούμαι λαθραία ή κρυφά
8 μπαίνω απαρατήρητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scantinato scanzonato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scanso (ουσ αρσ )
scansorio (επίθ.)
scantinare (ρ.αμτβ.)
scantinato (ουσ αρσ )
scantinato (επίθ.)
scantonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scanzonato (επίθ.)
scapaccionare (ρ. μτβ.)
scapataggine (θηλ.ουσ)
scapato (επίθ.)
scapecchiare (ρ. μτβ.)
scapecchiatoio (ουσ αρσ )
scapestrataggine (θηλ.ουσ)
scapestrato (ουσ αρσ )
scapestrato (επίθ.)
scapicollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scapigliare (ρ. μτβ.)
scapigliato (αρσ. επίθ και ουσ)
scapigliatura (θηλ.ουσ)
scapitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---