Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scànso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskanso]

1 αποφυγή
2 αποτροπή
3 διαφυγή
4 αποσόβηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scansione scansorio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a scanso di equivoci = προς αποφυγήν παρεξηγήσεων


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scansafatiche (ουσ αρσ και θηλ.)
scansare (ρ. μτβ.)
scansarsi (ρ.μ. (αντων.))
scansia (θηλ.ουσ)
scansione (θηλ.ουσ)
scanso (ουσ αρσ )
scansorio (επίθ.)
scantinare (ρ.αμτβ.)
scantinato (ουσ αρσ )
scantinato (επίθ.)
scantonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scanzonato (επίθ.)
scapaccionare (ρ. μτβ.)
scapataggine (θηλ.ουσ)
scapato (επίθ.)
scapecchiare (ρ. μτβ.)
scapecchiatoio (ουσ αρσ )
scapestrataggine (θηλ.ουσ)
scapestrato (ουσ αρσ )
scapestrato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---