Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscannèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skanˈnɛllo] 1 κρέας μεταξύ στρογγυλού και ουράς 2 γραφείο (με συρτάρια) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |